-
1 μισθόω
μισθόω, um Lohn verdingen, vermiethen; μίσϑωσόν μοι τὴν τίτϑην, Ar. Lys. 958; Ἀμφικτυόνωνμισϑωσάντων τὸν νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασϑαι, sie verdangen den Tempelbau um 300 Talente, Her. 2, 180; pass., μεμισϑωμένος οὐκ ὀλίγου, 9, 37; οἱ περὶ τοὺς τελευτήσαντας μισϑούμενοι, Plat. Legg. VII, 800 e. – Med. um Lohn dingen, miethen, pachten; τί δῆτα μισϑωτοὺς ἂν ἔτι μισϑοῖτό τις; Ar. Av. 1152; μισϑώσασϑαι πλοῖον, Her. 1, 24. 9, 34; μισϑωσάμενοι ἐκ Πελοποννήσου ἐπικουρικόν, Thuc. 4, 52; μισϑωσώμεϑα κήρυκα, Plat. Rep. IX, 580 b; πολλοῦ μισϑούμενοι ἀλλοτρίαν φωνὴν τὴν τῶν αὐλῶν, Prot. 347 d; μισϑοῦται τὸν κατάρατον τουτονί, Dem. 18, 33; auch μισϑοῦται τὴν ἐργασίαν ταύτην τῆς τραπέζης, 36, 6; Sp., οἰκίαν, Pol. 13, 6, 8; οἱ μεμισϑωμένοι, die Pächter, Inscr. 93.
-
2 μισθόω
μισθόω, um Lohn verdingen, vermieten; Ἀμφικτυόνωνμισϑωσάντων τὸν νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασϑαι, sie verdangen den Tempelbau um 300 Talente; um Lohn dingen, mieten, pachten; οἱ μεμισϑωμένοι, die Pächter
См. также в других словарях:
μεμισθωμένοι — μισθόω let out for hire perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)